| [πο]δὶ άριστερῶι μ[ετ]ὰ κυρίο[υ τοῦ ὁμοπατρίου καὶ] [ὁμομητ]ρίου ἀδελφοῦ [῞Ω]ρου καὶ κτλ. Zereteli briefl., laut Orig. Pr. Zereteli briefl., laut Orig.: [ ]ρίου.