παρακομιῶ | οὐ̣ [μιαθ]ῶν είνεκα, ἀλ|λὰ [εἵνεκ]α τῆς ἀσυνκρί-του | σο [υ ἐπαιν]έσεως. Μὴ κτλ. Hunt briefl. an Paul M. Meyer.