ἀράκια. Πεπλάνηκαν ἡμῶς (= ἡμᾶς) ἐκε[ίνῃ] | τῇ ἡμέρᾳ ῑβ̄, ὅτι ἔπλευσες. Λυπὸν (= λοιπὸν) πέμψον κτλ. Wilamowitz bei G.-H., P. Oxy. II S. 320. Pr.