[Τ]αμὲλ Πατῆι παρθ (ενεύουσα) Παῆσι Μάρκο (υ) τεσαυ (= θησαυ(ροφύλαξ)). Μοῦ Μάρκο (υ) τεσαυ, Karl Fr. W. Schmidt, Philol. Wochenschr. 61 (1941), S. 87.