νόμιμα | πεπ̣ο̣ί̣ηκα , καθὼς ἠθέλησας, τοῦ η | ….. [.] ….βάσταξε λυπὸν δ ἃν ἐγβῇ | [ἐκ] τῆς·κρίσεως . ᾽Ε̣ὰ̣ν ο̣ὗν ἐξελθ·[όν] | τ[ος]τ̣[οῦ ὑπη]ρ̣έτου ἀκουσθῶμεν, | [ἀ]ν̣έρχομαι κτλ. W., A VI 293. W., A VI 295.