εὐλυτ̣[ρώσ]εως ὧν ἐὰν [δ]απ̣[α]|[νήσωσιν → εὐλυτ̣[ώσ]εως ὧν ἐὰν [φ]αν̣[ῇ] | [ὀφείλων, vgl. P. Strasb. 7. 603, Z. 27 u. Anm.