τ]ὸ ἱμάτιν (l. ἱμάτιον) κυμείνου → wohl ]οι (z.B. ἔπεμψα σ]οι) μάτιν κυμείνου, N. Gonis, Analecta Pap. 8-9 (1996-1997), S. 223.