το<ῦ>το ἔδι (l. ἔδει) ὅτι ἴσως π[εφ]ί̣λ̣η|κε → τὸ π̣εδίο̣ν̣ (l. παιδίον), ἴσως γ̣[ὰ]ρ̣ κ̣[ου]φ̣ί̣|ζε̣[ι