εἰς λό[γον (?) πενθημ(έρου) → ε̣ἰ̣ς̣ λ̣ό̣[γ(ον) .]τρη( ) (τετρώβ.)|(20a) πενθημ(έρου), W. Brashear, Bibl. Orient. 38 (1981), S. 323.