→ [μου], ὥ̣τι (l. ὅτι) οὐδὲν ἄχω (l. ἔχω) | [ἄρ]τ̣ι̣. Α̣ἰὰν (l. ἐὰν) κἀγω γα|[.(.)]ή̣σω (viell. γὰ[ρ ζ]ή̣σω), ἀ̣ποδώσω | [σοι] τ̣ὰς χάριτες (vgl. auch N. Gonis, B.A.S.P. 34 (1997), S. 112-113, die Anm. zu Z. 19-20)