]α̣πεστασκα | [σφυρί]δι<ο>ν (vgl. die Anm. zur Z.) ἐν ᾧ ποῦ|μ̣ε̣ (l. ποιῶμαι) π̣έ̣ντε ζεύγη → ἀ̣πέστασκα (l. ἀπέσταλκα) | [σφυρί]διν ἕν, ὥπου (l. οπού) | [ἦ]ν̣ π̣έ̣ντε ζεύγη