[στ]ρατη[γῷ] … ηλίῳ (nicht Αὐρηλίῳ) | ῾Ι [π] ποκράτειἐξετά̣σα̣ντι ἐπ᾽ | ἀ,|λη̣[θ]είαιδικαιοδοτ̣ῆσαι. W., A III 380.