συνπαρειστά[[νο]]μενον → σ̣[υν]παρειστανόμενον, l. συμπαριστανόμενον, W. Clarysse, C. Gallazzi, Anc.Soc. 24 (1993), S. 64, Anm. 2.
συνπαρειστά[[νο]]μενον → σ̣[υν]παρειστανόμενον, l. συμπαριστανόμενον, W. Clarysse, C. Gallazzi, Anc.Soc. 24 (1993), S. 64, Anm. 2.