κατ …. ξ̣ένου καταγινωμένου → viell. καὶ ἐπίζενυ καταγινό-μενυ (l. καὶ ἐπίξενοι καταγινόμενοι), A.E. Hanson, Z.P.E. 15 (1974), S. 236, Anm. 25.