→ [ἡμιωβ(έλιον) χ(αλκοῦς) β, (γίνονται) (δραχμαὶ) μδ (ἡμιωβέλιον)] χ(αλκοῦς) β ὑικ(ῆς) α (ὀβολός) (vgl. Anm. des Ed.) (nach dem Photo), P.J. Sijpesteijn, Aeg. 64 (1984), S. 70, Anm. 3.