ἐὰν (l. ἐὰν?) | οἵπερ ἐγνουιταὶ (l. ἐγγυηταὶ?) λύσ̣ωσιν → ἐπὶ (l. ἐπεὶ) | οἱ Περετνουῖται λυπῶσιν (l. λυποῦσιν) (nach dem Photo), P. Oxy. 49. 3489, zu Z. 3.