καὶ μηταπωλεῖν, εἰ βουληθείης, ἐπίκληρον, ὁμοίως διατό-χ(οις) καὶ διακατόχ(οις) καταλεῖψαι | καὶ χαρήσεσθαν (= χαρίζεσθαι) [καὶ ........................ ἐὰν] | βουληθῇς κτλ. Pr. (laut Abbild.). Wessely, Prolegomena S. 27.