Θραησιοισμαβ̣..ροσ…θρυσκ..ν̣ → θραήσιο̣(ς) (oder Θραῆσις̣, l. Θραήσιος) πραβύτερος τ̣ὴ̣ν̣ θρυσκί̣α̣ν (l. πρεσβύτερος τὴν θρησκείαν), P.J. Sijpesteijn, J.Jur.P. 24 (1994), S. 133-134 und Anm. 3 (am Original).