πολλοὺς [ἐξήλασεν . . .] ἀπὸ τῆς κώμης διὰ τὴν τῶν | χρημάτων στῆνος (lies σθένος). ῞Οθεν μὴ δυναμένη ἀφησυχά̣ζ̣ε̣ι̣ν τρό[πῳ μηδενὶ] ἠπίχθ[ην] (lies ἠπείχθην = ich wurde gedrängt) ἐπιδοῦναι | τῇ ὑμῶν εὐσεβείᾳ [τάδε τὰ βιβ]λία ἀξιοῦσα π̣[ροσελθεῖν τῇ δικαίᾳ] Crönert, W. kl. Phil. (1903), 732. Crönert, Stud. Pal. IV S. 97. A III 115. Crönert, W. kl. Phil. (1903), 732 und Stud. Pal. IV S. 97, setzt στῆνος = στένωσιν. Schultheß, Neue philol. Rundschau 1903, 511. τρό[πῳ τῷδε] Crönert, Stud. Pal. IV S. 97. Crönert, Stud. Pal. IV S. 98.