ἀπὸ τοῦ | φρέατο«ι»ς τοῖς βο̣ει̣κοῖ[ς μου κ] τησεὶ μέχρις κτλ. W., A III 115. Crönert, Stud. Pal. IV S. 97. χτή<νε>σει W., A III 115. Crönert setzt κτησὶ in Vergleich zu μησί.