Αὐρήλιος Πετεσοῦχος̣ Θασιᾶτος κτλ. Nachher: Αὐρήλιος, Σαραπίω(ν) | [Λ]ο̣υκίου κτλ. Vitelli, Atene e Roma 7 (1904) S. 87.