καιηκονος → καὶ ἠκόνος (l. εἰκόνος) und übersetze τοῦ κηρῶνος καὶ ἠκόνος ᾽Αλεξανδρίας mit ,,for the wax levy (?) and an image for (?) Alexandria", P. Oxy. 55. 3792, zu Z. 19.