ένεστῶτ(ος) | [ζ̄ (ἔτους) ῾Αδρι] ανοῦ τοῦ κυρίου ᾽Αρσινόῃ Θέων(ος) | [ἃ] ς ἐὰν αίρῆται ἔξω πρακτορείας | Πακερκὴ τόπ(ων) κτλ. W., A IV 485. [ὡ?]ς W., A IV 485; [ἃ]ς Pr. G.-H., P. Oxy. VI 973. Mitteis, briefl. (laut Orig.).