| ῎Αλ(λη). ᾽Ε(πεὶ)φ ι̲β̄· ὑπ(ὲρ) Νό(του) ὀνό(ματος) τοῦ α(ὐτοῦ) (πυροῦ) (ohne ἀρτάβην) [μίαν] | τρίτον. ῎Α[λ(λη) τῇ α̣(ὐτῇ) ἡ(μέρᾳ) (πυροῦ, μίαν κτλ. Pr. (erg. άποχή). zustimmend Mitteis, briefl. (laut Orig.). W., A IV 481.