ὑπ(ὲρ) Χά(ρακος) ὀν(όματος) | Πρεμραητοῦτο(ς) ῞Ωρου (πυροῦ) (ohne ἀρτάβης) δίμοιρον, | ϲ (δίμοιρον). Σ . . . . σιτ(ο)λ(όγος) σ(εσημείωμαι). W., A IV 481. zustimmend Mitteis, briefl. (laut Orig.). W., briefl, laut Orig.