α θέμ(ατος) τοῦ γ´ μέρ(ους) → (ὑπὲρ) α θέμ(ατος) (ὑπὲρ) .ο. μέρο(υς) (am Original), H. Harrauer in C.P.R. 8, S. 205, Anm. 1.