οὐλ(ὴ) μή(λῳ) εὐω̣(νύμῳ) μ̣[ι]κ̣ρομ(έτωπος) εὔσ(ημος) μέ̣γ̣ε̣θ[ος] → οὐλ(ὴν) μὴ ἔχων̣ δ̣ρομεὺς μαν̣θ(άνων), P.J. Sijpesteijn, Chr.d’Ég. 51 (1976), S. 141-142.