π(αρὰ) ᾽Ι.̣λ καὶ Πέτρου χαλκ(έων) → π(αρὰ) κληρ(ονόμων) Πέτρου χαλκ(έως), T.M. Hickey, Z.P.E. 123 (1998), S. 162. (am Original).