Κουεινέχος [[(ἀρτ.)]] (ἀρτ.) α χο(ίν.) δ̣ (B.L. 9, S. 191) → Κουεινέχος (ἀρτ.) α χο(ίν.) ζ, T.M. Hickey, Z.P.E. 123 (1998), S. 162 (am Original).