μοι (l. μου) ἀ[ν]τ̣λετ̣ικοῦ (l. ἀντλητικοῦ) → wohl μοιλ̣[αίου] (l. μυλαίου) ἀ̣λετικοῦ (nach einem Photo), P. Oxy. 51. 3639, zu Z. 10-11.