[ο]ν κεκολλημ(ένον) χυτ(ὸν) λίθ(ινον): viell. [ἐ]νκεκολλημ(ένον) (l. ἐγκ-) χυτ(ῷ) λίθ(ῳ), N. Gonis, G. Schenke, Z.P.E. 123 (1998), S. 199, Anm. 4.