ἐπιστάλματός σο[υ] ἃ τ̣ε̣τ̣ά̣γ̣[με|θα → ἐπιστέλμ<α>τ̣ο̣ς̣ [ᾐτ]ήμ[ε]|θα, R.S. Bagnall, Chr. d’Ég. 63 (1988), S. 161, Anm. 4.