φα̣[ίνηται] ἐ̣π̣ι̣σ̣[τεῖ]λ̣αι (o.ä.) οἷς καθήκει ἕ̣κ̣α̣σ̣τα | ἐ̣πιτ[έλ-λειν ὃν τρόπ]ον ἁρμό [ζει] Διευτύχει. Hunt briefl. (nach einem P. Thule).