β(ασιλικῆς) (ἄρουραι) ζ (ἥμισυ), ἰδικ(ῆς) (ἄρουραι) νς (ἥμισυ) (ὄγδοον), H. C. Youtie, T.A.P.A. 89 (1958), S. 379.