πρὸς <τὰ> ἔτη η (ἔτους) → πρὸς ἔτη η· (ἔτος), N. Lewis, Am.J.Phil. 9 (1973), S. 228; → πρὸς ἔτη η {(ἔτη)}, P. Mich. 12. 640, Anm. zu Z. 75; → viell. πρὸς ἔτη η (ἥμισυ), J. Shelton, B.A.S.P. 15 (1978), S. 284.