Ψενμούι̣τος Πα̣λ̣η̣ο̣ῦ[το]ς → Χε̣ν̣μούιτος (vgl. Χομμοῦις) Ε̣ὐ̣κλείου ἀ̣π̣ό̣, P.J. Sijpesteijn, Aeg. 65 (1985), S. 24.