πάντες ἀπὸ Πακέρκης ἐξε[ ]σθαι τὴν ….τ[ ] -{πάντες} ‵ἀμφότεροι′ ἀπὸ ‵τῆ<ς> α(ὐτῆς)′ Πα κερκὴι̣ ἐξεσ̣τ̣άσθαι τὴν Τ̣α̣υ̣σ̣ῖ̣ρ̣ιν, J. Shelton, Z.P.E. 77 (1989), S. 206.