μετ(όχων) χω(ματεπιμελητῶν) | τὰ ἐκ τῶν μ̣α̣σ̣καλω περιχώμα(τος?) (vgl. auch B.L. 5, S. 41) → μετό-χ(ων) χω|ταπιστων (l. viell. χω<μα>ταπι-σ<τα>τῶν = χωματεπιστατῶν) Μι̣κ̣κάλω πε̣ρ̣ι̣-χώμα(τος), K.A. Worp, Z.P.E. 78 (1989), S. 134-135.