καθυ|δάτο(υς) ἐ(φ᾽ ὔδωρ) (B.L. 6, S. 67) → καθ᾽ ὔ-| δατο{υ}ς, P.W. Pestman (vgl. B.G.U. 11. 2101 I, Z. 11 mit B.L. 6, S. 22).