κολ(λύβου) χ(αλκοῦ) (δρ.) ι σ(υμβολικοῦ) (ὀβολόν), (γίνον-ται) χ(αλκοῦ) <(δρ.) φπε> σ(υμβολικοῦ) (ὀβολόν), H. C. Youtie, T.A.P.A. 87 (1956), S. 79-81.