μαλάγμ(ατος) ἀγορασθ(έντος) → wohl μαλαγμ(άτων) ἀγορασθ(ατος) und ἵππ(ων)(Z. 1) → viell. ἱππ(έων), . Laur. 3. 84, Anm. zu Z. 13.