ἔ̣ν̣αντι Πέλα {Πέλ̣α} → ἐν ᾽Αντιπέλα (l. ᾽Αντιπέρα) Πέλα (l. viell. Πέρα), P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 36 (1979), S. 107 und Anm. 3.