ὁ κύριος γέρδ(ιος) (ἐτῶν) ξδ → ἀπογ(ραφὴ) γερ(δίων)· ὁ α(ὐτὸς) (ἐτῶν) ξδ, P. Oxy. 44. 3163, zu Z. 9.