συντιμηθέν,| [καί ἔτι ἐν παρ]αφέρνοις → viell. συντι-μηθἐν | [(δραχμῶν) x, ἐν δὲ παρ]αφέρνοις, J.E.G. Whitehorne, Archiv 32 (1986), S. 50-51.