νυκτὸς | τὴν̣κ̣[ώ]μ̣[ην, ε]ἰς τὸ ἐν μη|[θενὶμεμφθῆναι ..]τ̣ως πρὸς κτλ. B. Keil, BCH. 32 (1908) S. 1892.