δι(ὰ) Πρ̣ω̣(τ-) καμηλ[ά]τ̣(ου) | ῾Ωρίω̣(ν) → wohl δι(ὰ) τῶν καμιλώ̣(νων) (l. καμηλιώνων) | Ὡρίω̣(νος), K.A. Worp, B.A.S.P. 43 (2006), S. 32 und 34.