συμβροχι.ω̣[ (viell. eine Form von συμβροχίζω, vgl. B.L. 8, S. 36) → wohl συμβροχικ̣ῷ̣ [ἀβροχικῷ, P.J. Sijpesteijn, P.Th.J. de Wit, Tyche 7 (1992), S. 59, Anm. zu Z. 16.
συμβροχι.ω̣[ (viell. eine Form von συμβροχίζω, vgl. B.L. 8, S. 36) → wohl συμβροχικ̣ῷ̣ [ἀβροχικῷ, P.J. Sijpesteijn, P.Th.J. de Wit, Tyche 7 (1992), S. 59, Anm. zu Z. 16.