κα̣[λ]α[μ]ουργήσο κ̣[ατ᾽ ἔ]τ̣ος ἐκ [κ(αι)]νῆς καὶ νέας περ̣ι̣|[σ]τάσεω̣ς (B.L. 1, S. 459) → κ[αλ]α[μ]ουργήσω̣ κ[ατ᾽ ἔ]τος ἐκ [κα]ινῆς κλίνεα πεν | τάσ̣τυλ̣α̣, P. Soterichos 1, Anm. zu Z. 26ff.