Πν̣ε̣φο̣ρʱ͂ς αὐτ(οῦ) υἱὸς γενόμεν(ος) ιζ (ἐτῶν) ἐπ̣[ὶ ξένης] → Πνεφορʱ͂ς ἄλλο̣(ς) υἱὸς τε̣λ(ευτήσας) τῶι ἐνεστῶ(τι) ι (ἔτει) (ἐτῶν) θ, P. Heid. 4, S. 290.