[῾Η]ρ̣ακλέ(ους) → [῾Η]ρακλέ(ως) und παρέσχον̣ δ̣έ̣ oder τ̣ε̣ (B.L. 7, S. 235) → παρασχόντα (wie ed.pr.), P. Mich. 14, 676, zu Z. 19.